πανσλαβιστής

πανσλαβιστής
ο, θηλ. πανσλαβίστρια
οπαδός τού πανσλαβισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πανσλαβισμός + -ιστής. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. Πανσλαβισταί, μαρτυρείται από το 1861 στον Π. Ρομπότη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πανσλαβιστής — ο θηλ. ίστρια ο οπαδός του πανσλαβισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πανσλαβιστικός — ή, ό [πανσλαβιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πανσλαβιστές ή στον πανσλαβισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”